- ουδετερόφιλος
- -η, -οαυτός που θέλει, που αγαπά την ουδετερότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ουδετερόφιλος — η, ο 1. αυτός που αγαπά την ουδετερότητα 2. βιολ. (για πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα) αυτός που παρουσιάζει ουδετερόφιλα κοκκία 3. φρ. «ουδετερόφιλα κοκκία» (βιοχ.) λεπτά κυτταροπλασματικά κοκκία, πλούσια σε αλκαλικές φωσφατάσες και σε λυσοζύμη,… … Dictionary of Greek
ουδετεροφιλία — η [ουδετερόφιλος] το να αγαπά κάποιος την ουδετερότητα, το να τάσσεται υπέρ τής ουδετερότητας … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα … Dictionary of Greek
Νεχρού, Κρι Γιαβαχαρλάλ — (Nehru Jawaharlal, Αλαχαμπάντ 1889 – Νέο Δελχί 1964). Ινδός πολιτικός. Γιος πλούσιου δικηγόρου, σπούδασε στην Αγγλία και το 1912 πήρε το δίπλωμα της νομικής. Οπαδός του Γκάντι αλλά ξένος προς τον θρησκευτικό μυστικισμό του Μαχάτμα, έγινε μέλος… … Dictionary of Greek
Παύλος Καραγιόργεβιτς — Γιουγκοσλάβος πρίγκιπας, γεννημένος το 1893. Ήταν γιος του Αρσενίου K., του αδελφού του Πέτρου A’. Ανέλαβε την εξουσία ως αντιβασιλέας του Πέτρου B’ τον Οκτώβριο του 1934 με την υπόδειξη του Αλεξάνδρου A’. Υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με τη Βουλγαρία… … Dictionary of Greek